- μυγιόγγιχτος
- η , ο см. μυγιάγγιχτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυγιάγγιχτος — και μυγάγγιχτος και μυγιόγγιχτος, η, ο πολύ εύθικτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύγα (πρβλ. τ. μύγια) + αμάρτυρο επίθ. *αγγιχτός (< αγγίζω)] … Dictionary of Greek